ἐλεητύς

ἐλεητύς
ἐλε-ητύς, ύος, , [dialect] Ep. and [dialect] Ion.
A = ἔλεος, pity, mercy, Od.17.451.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελεητύς — ἐλεητύς, η (Α) έλεος, ευσπλαγχνία …   Dictionary of Greek

  • ἐλεητύς — ἐλεητύ̱ς , ἐλεητύς pity fem acc pl ἐλεητύς pity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεητύν — ἐλεητύς pity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεητύος — ἐλεητύς pity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”